συντυχια

συντυχια
    συντυχία
    συν-τῠχία
    ион. συντῠχίη ἥ
    1) случай, происшествие, приключение, стечение обстоятельств
    

ἐρωτικέ ξ. Thuc. — любовное приключение;

    κατὰ συντυχίην Her. — случайно;
    κατὰ συντυχίαν ἀγαθήν Arph. — благодаря счастливой случайности, к счастью;
    ὡς ἑκάστοις τῆς ξυντυχίας ἔσχεν Thuc. — как кому пришлось

    2) благоприятное стечение обстоятельств, счастливый случай, удача
    

(συντυχίῃ χρησάμενος Her.)

    θεῶν ἐπὴ συντυχίαις Soph. — благодаря ниспосланным богами счастливым обстоятельствам

    3) несчастный случай, несчастье, беда
    

καιναὴ καινῶν μεταβάλλουσαι συντυχίαι Eur. — следующие друг за другом бедствия;

    συντυχίᾳ τινὴ χρησάμενος Plat. — став жертвой какого-л. несчастья (ср. 2)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "συντυχια" в других словарях:

  • συντυχία — συντυχίᾱ , συντυχία occurrence fem nom/voc/acc dual συντυχίᾱ , συντυχία occurrence fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντυχία — η, ΝΜΑ και συντυχιά Ν, και αττ. τ. ξυντυχία και ιων. τ. συντυχίη Α 1. συζήτηση, κουβεντολόι 2. τυχαία σύμπτωση γεγονότων, περιστάσεων ή παραγόντων, συγκυρία νεοελλ. 1. τυχαία συνάντηση 2. τόπος συνάντησης («εκεί ναι λύκωνε φωλιές και συντυχιά… …   Dictionary of Greek

  • συντυχίᾳ — συντυχίαι , συντυχία occurrence fem nom/voc pl συντυχίᾱͅ , συντυχία occurrence fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντυχιά — η 1. τυχαία συνάντηση. 2. σύμπτωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξυντυχία — συντυχίᾱ , συντυχία occurrence fem nom/voc/acc dual συντυχίᾱ , συντυχία occurrence fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυντυχίας — συντυχίᾱς , συντυχία occurrence fem acc pl συντυχίᾱς , συντυχία occurrence fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντυχίας — συντυχίᾱς , συντυχία occurrence fem acc pl συντυχίᾱς , συντυχία occurrence fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντυχίαι — συντυχία occurrence fem nom/voc pl συντυχίᾱͅ , συντυχία occurrence fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυντυχίαν — συντυχίᾱν , συντυχία occurrence fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντυχίαν — συντυχίᾱν , συντυχία occurrence fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντυχιᾶν — συντυχία occurrence fem gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»